- расстроить
- ρ.σ.μ.1. εξαρθρώνω, αποδιοργανώνω• σπαραλιάζω• ξεχαρβαλώνω• φέρνω σύγχυση, ταραχή•
расстроить ряды противника σπαραλιάζω τις τάξεις του εχθρού•
воина -ла хозяйство ο πόλεμος εξάρθρωσε την οικονομία•
расстроить планы (замыслы) χαλνώ τα σχέδια•
расстроить здоровье βλάπτω την υγεία•
расстроить желудок προξενώ διαταραχή του στομαχιού.
2. ταράσσω• σπάζω•последние события -ли его нервы τα τελευταία γεγονότα τού σπασαν τα νεύρα.
3. ξεκουρντίζω•расстроить скрипку ξεκουρντίζω το βιολί.
|| ταράσσω την ψυχική ηρεμία• αναστατώνω. || πικραίνω, στενοχωρώ• δυσαρεστώ• κακοκαρδίζω.расстроиться1. εξαρθρώνομαι, σπαραλιάζω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1 σημ.)• ряды противника -лись οι τάξεις του εχθρού σπαράλιασαν•хозяйство -лось το νοικοκυριό σπαράλιασε•
желудок -лся το στομάχι έπαθε διαταραχή.
2. ξεκουρντίζομαι•гитара -лась η κιθάρα ξεκουρντίστηκε.
3. ταράσσεται η ψυχική γαλήνη μου, καταθορυβούμαι, αναστατώνομαι. || θλίβομαι, πικραίνομαι, στενοχωρούμαι, δυσαρεστούμαι• κακοκαρδίζομαι•он -лся от неудачи αυτός πικράθηκε από την αποτυχία.
Большой русско-греческий словарь. Под редакцией Константина Логофетиса. 1987.